- ξελόγιασμα
- το, -ατοςτο αποτέλεσμα του ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, παραπλάνηση, αποπλάνηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξελόγιασμα — το [ξελογιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελογιάζω, ξεμυάλισμα, αποπλάνηση … Dictionary of Greek
ξεμυάλισμα — το 1. ξελόγιασμα, το να χάνει κανείς τα λογικά του ή να κάνει κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. εξώθηση στη διαφθορά με παραπλανητικά μέσα, ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
μαύλισμα — ατος, το [μαυλίζω] 1. προαγωγή σε πορνεία, μαστροπεία 2. κάλεσμα κατοικίδιων ζώων με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 3. παραπλάνηση θηραμάτων με μίμηση τής φωνής τους 4. ξελόγιασμα … Dictionary of Greek
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
παραπλάνηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπλανώ, εκτροπή από την ευθεία οδό, αποπλάνηση, ξελόγιασμα 2. εξαπάτηση, ξεγέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλανώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραπλάνηοις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
πλάνεμα — το, Ν [πλανεύω] 1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα … Dictionary of Greek